ταρφέως

ταρφέως
ταρφύς
thick
adverbial
ταρφύς
thick
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταρφέως — Α επίρρ. βλ. ταρφύς …   Dictionary of Greek

  • ταρφύς — εῑα, ύ, θηλ. και ταρφύς, Α 1. (στον Όμ. μόνο το αρσ. και το ουδ.) πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ταρφέα πολλές φορές, συχνά 3. (το ουδ. πληθ.) (κατά τον Ησύχ.) «συνεχῆ, ξηρά. ὀξέα. τραχέα». επίρρ... ταρφέως Α πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”